- συνάπτω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω]συνδέω, συνενώνω, συναρμόζωνεοελλ.1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, -η, -οπροσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο»)2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις»i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλίαii) δημιουργώ ερωτικό δεσμόβ) «συνάπτω γνωριμία» — γνωρίζομαι, πιάνω γνωριμίαγ) «συνάπτω δάνειο» — δανείζομαιδ) «συνάπτω συμβόλαιο [ή σύμβαση]»(νομ.) υπογράφω συμβόλαιο [ή σύμβαση]ε) «συνάπτω συνθήκη» — συνομολογώ συνθήκη, υπογράφω συμφωνίαστ) «συνημμένη μετοχή»γραμμ. μετοχή τής οποίας το υποκείμενο είναι συγχρόνως και υποκείμενο τού ρήματοςνεοελλ.-αρχ.φρ. α) «συνάπτω μάχη(ν)» — μάχομαι, δίνω μάχηβ) «συνάπτω γαμο(ν)» — παντρεύομαι, νυμφεύομαιγ) «συνάπτω [αρχ. συνάπτομαι] φιλία(ν)» — γίνομαι φίλος, δημιουργώ φιλικές σχέσειςαρχ.1. συναντώ κάτι, βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάτι («δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει»)2. εξαρτώ («συνάπτοντες τῷ μέτρῳ τὸ ποιεῑν», Αριστοτ.)3. (με εχθρική σημ.) α) οδηγώ στη διεξαγωγή πολέμου («ἐλπὶς... ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε», Ευρ.)β) προσεγγίζω, πλησιάζω («ὅπου τοὺς Καρχηδονίους ἤκουσε συνάπτειν», Πλούτ.)4. συνδέω φιλικά («ἡ φιλία διαδυομένη συνάπτει τοὺς καλούς τε κἀγαθούς», Ξεν.)5. προσθέτω («αὖθις δὲ συνάπτει τούτοις, λέγων...», Ευσ.)6. συνεχίζω7. συνδέω λέξεις κατά τη συντακτική τους σειρά («συνάπτειν ἀλλήλοις τό τ' "ἐκστάντες" καὶ τὶ "ὀξέως"», Γαλ.)8. (αμτβ.) α) είμαι κοντά σε κάτι, συνορεύω με κάτι («τὸ πεδίον τοῡτο συνάπτει τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ», Ηρόδ.)β) (για οργανικά μέλη) συνδέομαι με... («εὐθὺς πρὸς τὸ στόμα συνάπτει ἡ κοιλία», Αριστοτ.)γ) (ιδίως με χρον. σημ.) πλησιάζω («συνάπτειν πρὸς τὸν χειμῶνα», Πολ.)δ) αστρολ. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συναφή σχέση ή επίδραση με άλλονε) μτφ. i) συναντώμαι με κάποιονii) συνδυάζομαι, εναρμονίζομαιiii) προσαρμόζομαιiv) προσάπτομαιν) αναφέρομαι σε κάτι9. μέσ. συνάπτομαια) συναναστρέφομαιβ) συνδέομαι στενά με κάποιον («ἡ προβατευτικὴ τέχνη συνῆπται τῇ γεωργίᾳ», Ξεν.)γ) επωφελούμαι από κάτι («πρόδηλον γὰρ εἶναι πᾱσι τὸν ὄλεθρον, ἐὰν μὴ συνάψωνται τοῡ καιροῡ», Πολ.)δ) συμβοηθώε) επιφέρω στον εαυτό μου («ἐξ ἀντιλογίας... πληγὰς συναψάμενος», Δημοσθ.)στ) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («ἐτόλμησέ τις εἰπεῑν κατὰ τῆς Μαρίας, ὡς ἄρα ὁ σωτὴρ αὐτὴν ἠρνήσατο ἐπεί, φησίν, συνήφθη μετὰ τὴν ἀπότεξιν τὴν τοῡ σωτῆρος τῷ Ἰωσήφ», Ωριγ.)10. φρ. α) «συνάπτω πόδα [ή ἴχνος] τινί» — συναντώ κάποιονβ) «συνάπτω δρόμῳ τι» — φθάνω σε έναν τόπο τρέχονταςγ) «συνάπτω βλέφαρα κόραις» — κλείνω τα μάτιαδ) «συνάπτω στόμα τινί» — φιλώ κάποιονε) «συνάπτω κακά τινι» — βλάπτω κάποιονστ) «συνάπτω δαῑτα» — προσφέρω, παρέχωζ) «συνάπτω μηχανήν» — επινοώ σχέδιοη) «συνάπτω τινὰ εἰς βλάβην» — περιπλέκω κάποιονθ) «συνάπτω τὰς ἀπορίας» — συσχετίζωι) «συνάπτω ὄναρ» — συνδέω το όνειρό μου με κάποιονια) «συνάπτω τὸν λόγον»i) συνδέω κάτι σε αναφορά προς κάτι άλλοii) συντομεύωιβ) «συνάπτω ἔχθραν» — φιλονικώιγ) «συνάπτω πόλεμόν τινι [ή πρός τινα]» — πολεμώ με κάποιονιδ) «συνάπτω ἀλκήν [ή ἀκμάς ή ἔγχη]» — οδηγώ σε συμπλοκή, σε σύρραξηιε) «συνάπτω συνάψεις» — διεξάγω πολέμουςιστ) «συνάπτω ἐμαυτὸν εἰς λόγους τινί» — συνομιλώ φιλικά με κάποιονιζ) «συνάπτω γένναν» — παντρεύομαιιη) «συνάπτω μῡθον» — αφηγούμαι, λέωιθ) «συνάπτω ὅρκους» — ορκίζομαι αμοιβαίακ) «συνάπτω εἰς χορεύματα» — παίρνω μέρος σε χορόκα) «συνάπτω χειρὶ χεῑρα»(για χορευτές) πιάνομαι χέρι με χέρικβ) «συνάπτω εἰς χεῑρα γῇ» — πλησιάζω στην ξηράκγ) «συνάπτω εἰς τὸν καιρόν» — έρχομαι ή φθάνω εγκαίρωςκδ) «συνάπτω τοῑς ἄκροις» — φθάνω στα άκρακε) «συνάπτω εἴς τι [ή πρός τι]» — φθάνω σε κάτικστ) «τύχα μοι ξυνάπτει ποδὸς ἅλματι»(στην ποίηση) η τύχη οδηγεί το πήδημα τού ποδιού μουκζ) «συνάπτεται νεῑκος πρός τινας» — διεξάγεται πόλεμος με κάποιουςκη) «συνάπτομαι κῆδος τῆς θυγατρός» — παντρεύω την κόρη μουκθ) «συνάπτομαι ἔκ τινος» — αποτελούμαι από κάτιλ) «ἀναλογία συνημμένη» — συνεχής αναλογίαλα) «συνημμένα τετράχορδα»μουσ. εναρμονισμένα τετράχορδαλβ) «συνημμένον ἀξίωμα» ή, απλώς, «τὸ συνημμένον» — υποθετικός συλλογισμός στον οποίο, όταν τεθεί η υπόθεση, ακολουθεί κατ' ανάγκην το συμπέρασμαλγ) «συνάπτω λόγοισιν [ή εἰς λόγους]» — συνομιλώ11. παροιμ. φρ. «λίνον λίνῳ συνάπτω» — συνδέω κλωστή με κλωστή, δηλαδή παραβάλλω όμοια πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.